νεμήσει

νεμήσει
νέμησις
distribution
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
νεμήσεϊ , νέμησις
distribution
fem dat sg (epic)
νέμησις
distribution
fem dat sg (attic ionic)
νέμω
deal out
fut ind mid 2nd sg
νέμω
deal out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”